- αμανίκωτος
- -η, -ο (Μ ἀμανίκωτος) [μανίκιον]αυτός που δεν έχει μανίκια, που έχει γυμνά τα χέρια, ξεμανίκωτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμανίκωτος — η, ο ο χωρίς μανίκια, με γυμνά τα μπράτσα: Η μητέρα της της έλεγε να μη βγαίνει στο δρόμο αμανίκωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)